αμερικανισμός

αμερικανισμός
ο
1. υπέρμετρος θαυμασμός και η μίμηση τών τρόπων ζωής, μεθόδων διακυβέρνησης κ.λπ. τών Αμερικανών
2. (ιδίως στον πληθ.) κάθε γλωσσική ιδιομορφία ή και το σύνολο από τις ιδιομορφίες (στο λεξιλόγιο, στη σύνταξη και την προφορά) τής Αγγλικής που μιλιέται στις ΗΠΑ τής Αμερικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Αμερικανός + παραγ. κατάλ. -ισμός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αμερικανισμός — ο 1. γραμματική ή συντακτική ιδιορρυθμία της αγγλικής γλώσσας που μιλούν οι Αμερικανοί. 2. μίμηση των τρόπων των Αμερικανών, ιδιαίτερα των ιδιορρυθμιών: Χωρίς να πολυεξετάζει τα πράγματα, ονόμαζε αμερικανισμό κάθε υπερβολή ή εκζήτηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αμερικανός — και Αμερικάνος, ο (θηλ. Αμερικανίδα και Αμερικάνα) 1. αυτός που κατοικεί στην Αμερική ή κατάγεται από αυτήν 2. υπήκοος τού αμερικανικού κράτους 3. Ελληνας που ζει στην Αμερική ή επέστρεψε από εκεί 4. αυτός που με τη συμπεριφορά του προσπαθεί να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”